Οι προτιμήσεις μας σε καφέ ή τσάι είναι γραμμένες στο γενετικό μας υλικό

Οι Βρετανοί δεν περνούν μέρα χωρίς τσάι, οι Ιταλοί πίνουν στα γρήγορα έναν καφέ σε κάθε γωνιά που θα βρουν καφενεδάκι κι εμείς καταναλώνουμε με την ίδια ευχαρίστηση και τα δύο, αναλόγως με την ώρα και τη διάθεση.

Το 99,99% των ενήλικων Ελλήνων ξεκινά τη μέρα του με καφέ – για την ακρίβεια η μέρα μπορεί να μην ξεκινήσει ποτέ αν δεν εισέλθει λίγος καφές στον οργανισμό των περισσότερων – και ένα αρκετά σεβαστό ποσοστό προτιμά το τσάι άλλες ώρες της ημέρας, σαν τονωτικό και ζεστό ρόφημα ή δροσερό, ανάλογα με την εποχή και τις ορέξεις.

Πλεονεκτήματα καφέ:

-Οι πολυφαινόλες του προστατεύουν τα κύτταρά μας από τις ελεύθερες ρίζες και από το οξειδωτικό στρες στο οποίο υπόκεινται καθημερινά.

-Η αντιοξειδωτική του δράση επεκτείνεται και στην προστασία μας από το διαβήτη τύπου 2, την αρθρίτιδα, τα καρδιακά νοσήματα και τις διάφορες μορφές καρκίνου.

-Όταν καταναλώνεται μέσα σε φυσιολογικά πλαίσια, ο καφές επιδρά στο νευρικό μας σύστημα και μπορεί να βελτιώσει τις πνευματικές μας ικανότητες, οδηγώντας μας σε εγρήγορση.

-Η καφεΐνη που περιέχει καταπολεμά την κούραση και αυξάνει τη συγκέντρωσή μας, διεγείροντας τον εγκέφαλό μας και αυξάνοντας τα επίπεδα ντοπαμίνης.

-Δρα ενάντια στην ημικρανία, λόγω της καφεΐνης, η οποία παρεμβαίνει στη συστολή και διαστολή των αγγείων. (Σε μεγάλες ποσότητες, όμως, μπορεί να φέρει τα αντίθετα αποτελέσματα).

-Σύμφωνα με έρευνες μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης Πάρκινσον σε όσους τον καταναλώνουν – συγκεκριμένα έχουν 3-6 φορές μικρότερο κίνδυνο.

Πλεονεκτήματα τσαγιού:

-H αντιοξειδωτική του δράση παίζει σημαντικό ρόλο στην πρόληψη κατά του καρκίνου, αλλά και τη μείωση του κινδύνου εμφάνισής του.

-Οι κατεχίνες που βρίσκουμε στο πράσινο τσάι παρεμποδίζουν την οξείδωση της LDL χοληστερίνης, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε αθηροσκλήρωση και κατ’ επέκταση σε καρδιαγγειακά προβλήματα.

-Εκτός από τις κατεχίνες, το τσάι περιέχει και άλλα αντιοξειδωτικά όπως βιταμίνη C και μέταλλα όπως σελήνιο και ψευδάργυρο, τα οποία αυξάνουν την αντιοξειδωτική και ευεργετική εν γένει δράση του, τονώνουν το ανοσοποιητικό μας και μας θωρακίζουν απέναντι σε ασθένειες.

-Έρευνες υποστηρίζουν ότι το πράσινο τσάι μπορεί να δώσει ώθηση στο μεταβολισμό μας και να οδηγήσει στην καύση λίπους, αν και άλλες μελέτες δεν αποδέχονται αυτό το εύρημα.

-Σε φυσιολογικές ποσότητες μπορεί να δράσει κατά της τερηδόνας, λόγω της περιεκτικότητάς του σε φθορίδιο, ενώ καταπολεμά τα βακτήρια.

-Τα αντιοξειδωτικά του, επίσης, προστατεύουν το συκώτι από τις τοξίνες και βοηθούν στη φυσιολογική του λειτουργία.

-Η τεανίνη του, προκαλεί ανακούφιση από το άγχος και έχει ηρεμιστική δράση.

-Καταπραΰνει τον πονοκέφαλο, καθώς τα θρεπτικά του συστατικά ηρεμούν τα αιμοφόρα αγγεία του εγκεφάλου.

-Μειώνει την πιθανότητα εμφάνισης Αλτσχάιμερ και Πάρκινσον λόγω των αντιοξειδωτικών του που μειώνουν το αντιοξειδωτικό στρες, υπεύθυνο για πλήθος ασθενειών.

Οι άνθρωποι που έχουν ένα γονίδιο που αυξάνει την ευαισθησία στην πικρή γεύση της καφεΐνης τείνουν να δείχνουν ιδιαίτερη προτίμηση στον καφέ, αναφέρουν ερευνητές σε  επιστημονικές εκθέσεις που δημοσιεύτηκαν online. Οι άνθρωποι που προτιμούν να πίνουν τσάι τείνουν να είναι λιγότερο ευαίσθητοι στην πικρή γεύση της καφεΐνης, αλλά έχουν γονίδια που αυξάνουν την ευαισθησία στην πίκρα άλλων χημικών ουσιών, σύμφωνα με τους ερευνητές.

Ανέκαθεν ήταν γνωστό ότι οι άνθρωποι αποφεύγουν να τρώνε πικρά τρόφιμα επειδή η πίκρα είναι ένας δείκτης δηλητηρίου, λέει ο John Hayes, ένας ερευνητής γεύσης στο Penn State που δεν συμμετείχε στη μελέτη. «Τα ευρήματα του καφέ και του τσαγιού συμβάλλουν στην απλοϊκή πεποίθηση ότι πικρή γεύση είναι πάντα κακή, οπότε ας την αποφύγουμε» , λέει.

Στη νέα μελέτη, οι ερευνητές εξέτασαν τις παραλλαγές DNA των γονιδίων που εμπλέκονται στην ανίχνευση της πικρής γεύσης των χημικών ουσιών καφεΐνη, κινίνη – αυτή η πικρή γεύση στο ανθρακούχο νερό – και προπυλοθειουρακίλη, ή PROP, συνθετικό χημικό που δεν απαντάται φυσικά στα τρόφιμα ή στα ποτά. Άλλα πικρά συστατικά, φυσικά, στον καφέ και το τσάι μπορεί να προκαλέσουν τις ίδιες γευστικές αντιδράσεις όπως η κινίνη και η PROP, λέει ο Hayes.

Οι ερευνητές στην Αυστραλία, τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Αγγλία εξέτασαν το DNA από περισσότερους από 400.000 συμμετέχοντες στη βρετανική βιολογική βιβλιοθήκη, ένα αποθετήριο γενετικών δεδομένων για ιατρική έρευνα. Οι συμμετέχοντες ανέφεραν επίσης άλλες πληροφορίες σχετικά με την υγεία και τον τρόπο ζωής τους, συμπεριλαμβανομένου του ποσού τσαγιού ή καφέ που πίνουν κάθε μέρα.

Η ομάδα πρόσθεσε τις παραλλαγές του κάθε ατόμου στα γονίδια γεύσης, δημιουργώντας μια γενετική βαθμολογία για το πόσο έντονα το άτομο δοκιμάζει κάθε μία από τις πικρές χημικές ουσίες. Οι ερευνητές συνέκριναν έπειτα αυτές τις βαθμολογίες με τις αναφερόμενες επιλογές ποτών από τους ανθρώπους.

Οι άνθρωποι που είχαν την υψηλότερη γενετική βαθμολογία για την ανίχνευση της πικρίας της καφεΐνης ήταν κατά 20% πιθανότερο να πίνουν μεγάλες ποσότητες καφέ, καταναλώνοντας τέσσερα ή και περισσότερα φλιτζάνια καφέ την ημέρα από τα άτομα χωρίς αυξημένη ευαισθησία στην ανίχνευση του πικρού, υπολογίζουν οι ερευνητές.

Οι ερευνητές πίστευαν ότι οι άνθρωποι που έχουν γενετική τάση να δοκιμάζουν έντονα πικρές γεύσεις  μπορεί να αποφεύγουν τα πικρά ποτά. «Στην περίπτωση αυτή, είναι περίεργο το πώς αναζητούμε καφεΐνη», λέει η συνάδελφος της μελέτης, Marilyn Cornelis.

Οι άνθρωποι που προτιμούν να καταναλώνουν καφέ μπορεί να έχουν μάθει να απολαμβάνουν την πικρία της καφεΐνης.. Αλλά  εκείνοι που προτιμούν το τσάι μπορεί να μην τους αρέσει η πικρή γεύση του PROP και της κινίνης, λέει η Cornelis,  διατροφικός και γενετικός επιδημιολόγος στο Northwestern University Feinberg School of Medicine στο Σικάγο. Αντίθετα, οι άνθρωποι τείνουν να κολλούν είτε με τον καφέ είτε με το τσάι, οπότε η προτίμηση στο τσάι μπορεί να είναι απλώς μια απόρριψη του καφέ.

Δεν είναι σαφές πόσο μεγάλο ρόλο έχουν τα γονίδια πικρής γεύσης για να καθοριστεί αν κάποιος επιλέγει καφέ ή τσάι. Σε προηγούμενες μελέτες που αναζητούσαν γενετικές παραλλαγές που συνδέονται με την κατανάλωση καφέ, “τα γονίδια της γεύσης δεν εμφανίστηκαν”, λέει η Cornelis. Αντ’ ‘αυτού, τα γονίδια που εμπλέκονται στη διάσπαση της καφεΐνης μπορεί να διαδραματίσουν μεγαλύτερο ρόλο στον προσδιορισμό της ποσότητας του καφέ ή  του τσαγιού που επιλέγουν να καταναλώνουν.

Print Friendly, PDF & Email
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας!

Μείνετε ενήμεροι για νέα και άρθρα μας.